- δολιότης
- δολιότης, ητος, ἡ (Vett. Val. 2, 3; LXX; Test12Patr) deceit, treachery περιπλέκειν δολιότητα weave deceit 1 Cl 35:8 (Ps 49:19). W. πονηρία Hs 8, 6, 2.—DELG s.v. δόλο.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
δολιότης — deceit fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιοτήτων — δολιότης deceit fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιότησι — δολιότης deceit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιότησιν — δολιότης deceit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιότητα — δολιότης deceit fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιότητας — δολιότης deceit fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιότητι — δολιότης deceit fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιότητος — δολιότης deceit fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιότητα — η (AM δολιότης) η ιδιότητα τού δόλιου, απάτη, πανουργία νεοελλ. δόλια πράξη … Dictionary of Greek
ՆԵՆԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0413 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ՆԵՆԳ. δόλος, δολιότης dolus, fraus, fraudulentia, ars ἑπιβουλή insidiae. իսկ նենգութեամբ՝ իբր մ. δόλῳ, μετὰ δόλου, δολίως dolo, dolose, fraudulenter. *Եկն եղբայր քո նենգութեամբ, եւ առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)